-
1 художественный
художественный καλλιτεχνικός· \художественныйое произведение το καλλιτεχνικό έργο* * *худо́жественное произведе́ние — το καλλιτεχνικό έργο
-
2 гипс
-а α.ο γύψος. || γύψινο καλλιτεχνικό έργο. -
3 увраж
-а α.μεγάλο καλλιτεχνικό έργο. -
4 художественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.καλλιτεχνικός•-ая литература λογοτεχνία, φιλολογία•
-ое произведение καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργο•
-ые школы οι σχολές Καλώντεχνών•
художественный руководитель театра ο θιασάρχης•
-ое исполнение η καλλιτεχνική εκτέλεση•
-ая гимнастика καλλιτεχνική γυμναστική•
-ая выставка καλλιτεχνική έκθεση•
-ое мастерство καλλιτεχνική μαστοριά•
художественный образ καλλιτεχνικός τύπος ή μορφή•
художественный вкус καλλιτεχνικό γούστο•
-ое дарование καλλιτεχνικό προίκισμα.
εκφρ.- ая самодеятельность – καλλιτεχνική ερασιτεχνία.
См. также в других словарях:
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Θερβάντες Σααβέντρα, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Saavedra Cervantes, Αλκαλά ντε Ενάρες, Μαδρίτη 1547 – 1616). Ισπανός συγγραφέας. Ο Θ. έζησε κατά την ιστορική περίοδο της νίκης της Ισπανίας στη Ναύπακτο και της ήττας της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου B’. Έλαβε ενεργό μέρος στα… … Dictionary of Greek
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
Μαρτσέλο, Μπενεντέτο — (Benedetto Marcello, Βενετία 1686 – Μπρέσια 1739). Ιταλός συνθέτης, ποιητής και συγγραφέας. Διδάχθηκε βιολί από τον πατέρα του, ο οποίος αργότερα τον ώθησε σε νομικές σπουδές. Παράλληλα συνέχιζε τη μουσική του εκπαίδευση δίπλα στον Φραντσέσκο… … Dictionary of Greek
τεχνοτροπημένος — η, ο, Ν (για καλλιτεχνικό έργο) αυτός στον οποίο ακολουθήθηκε ιδιάζον καλλιτεχνικό ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *τεχνοτροπούμαι < τέχνη + τρόπος] … Dictionary of Greek
Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… … Dictionary of Greek
αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… … Dictionary of Greek
αριστοτέχνημα — το, ατος άριστο τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο: Το γλυπτό αυτό έργο είναι αληθινό αριστοτέχνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθογράφημα — το [ηθογραφώ] λογοτεχνικό κυρίως ή, κατ επέκτ., και καλλιτεχνικό έργο που περιγράφει ήθη, έθιμα και χαρακτήρες προσώπων ή απεικονίζει σκηνές τού καθημερινού βίου ενός ατόμου ή λαού σε ορισμένο τόπο και εποχή … Dictionary of Greek